- αχάραγος
- -η, -οβλ. αχάραχτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek
αχάρακτος — και αχάραχτος και αχάραγος, η, ο (AM ἀχάρακτος, ον) 1. όποιος δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να χαραχτεί 2. εκείνος που δεν έχει διακριτικά σημάδια χαραγμένα επάνω του 3. (για άστρο ή την ημέρα) αυτός ο οποίος δεν έχει χαράξει, που δεν υποφώσκει… … Dictionary of Greek
αχάραχτος — αχάραχτος, η, ο και αχάραγος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που πάνω του δεν έχει χαράγματα: Πρόσεξε καλύτερα κι είδε πως το πετσί ήταν αχάραχτο. 2. που δε σημειώθηκε με χάραξη: Ο δρόμος για το χωριό ήταν αχάραχτος. Eπίρρ. αχάραγα πριν φέξει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)